- κέρδος
- το-ους, υλικό ή ηθικό όφελος: Έχει πολλά κέρδη από το εμπόριο αυτοκινήτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κέρδος — gain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
Κέρδος αἰσχύνης ἄμεινον. — См. Хоть стыдно, да сытно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ κέρδος ἄνδρα ἐξυπνίζει. — τὸ κέρδος ἄνδρα ἐξυπνίζει. См. Ранняя птичка носок прочищает, поздняя глаза продирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κέρδει — κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (attic epic) κέρδεϊ , κέρδος gain neut dat sg (epic ionic) κέρδος gain neut dat sg κερδαίνω gain pres imperat act 2nd sg (attic epic) κερδαίνω gain imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρδη — κέρδος gain neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κέρδος gain neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερδαίνω gain pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κερδαίνω gain imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδέων — κέρδος gain neut gen pl (epic doric ionic aeolic) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδίων — κέρδος gain neut gen pl (doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (doric) κερδί̱ων , κερδίων more profitable masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδῶν — κέρδος gain neut gen pl (attic epic doric) κερδαίνω gain pres part act masc nom sg (attic epic doric) κερδώ the wily one fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)